Debatować στα ελληνικά
Μετάφραση: debatować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συζήτηση, δημόσια συζήτηση, συζήτησης, διάλογο, τη συζήτηση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- debata στα ελληνικά - συζήτηση, διαφωνία, επιχείρημα, λογομαχία, δημόσια συζήτηση, συζήτησης, διάλογο, ...
- debatowanie στα ελληνικά - συζήτηση, συζητάμε, συζητώντας, συζητούμε, συζητά
- debel στα ελληνικά - σωσίας, διπλός, διπλασιάζω, δίκλινα, διπλασιάζεται, διπλά, διπλασιάζει, ...
- debet στα ελληνικά - χρέωση, χρεωστική, χρεωστικές, χρεωστικής, χρεωστικών
Τυχαίες λέξεις
Debatować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συζήτηση, δημόσια συζήτηση, συζήτησης, διάλογο, τη συζήτηση
Μεταφράσεις: συζήτηση, δημόσια συζήτηση, συζήτησης, διάλογο, τη συζήτηση