Definitywny στα ελληνικά

Μετάφραση: definitywny, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τελικός, τελική, τελικό, τελικής, τελικού
Definitywny στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • definiować στα ελληνικά - προσδιορίζω, καθορίζουν, ορίζουν, καθορίσει, καθορίσουν, ορίσει
  • definitywnie στα ελληνικά - οριστικά, τελικά, Τέλος, επιτέλους
  • deflacyjny στα ελληνικά - αποπληθωρισμός, αποπληθωριστικές, αποπληθωριστική, αποπληθωρισμού, αντιπληθωριστικές, αποπληθωριστικών
  • deflagracja στα ελληνικά - κατάκαυση, ανάφλεξη, ανάφλεξης, από ανάφλεξη, την ανάφλεξη
Τυχαίες λέξεις
Definitywny στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τελικός, τελική, τελικό, τελικής, τελικού