Deformować στα ελληνικά
Μετάφραση: deformować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ζόρι, στραμπουλίζω, τεντώνω, διηθώ, παραμόρφωση, παραμορφώνεται, παραμορφωθεί, παραμορφώνονται, παραμορφώνουν
Μεταφράσεις
- deforestacja στα ελληνικά - αποψίλωση των δασών, της αποψίλωσης των δασών, αποψίλωσης των δασών, την αποψίλωση των δασών, η αποψίλωση των δασών
- deformacja στα ελληνικά - μεταβολή, τροποποίηση, παραμόρφωση, παραμόρφωσης, παραμορφώσεως, παραμορφώσεις, την παραμόρφωση
- defraudacja στα ελληνικά - κατάχρηση, υπεξαίρεση, υπεξαίρεσης, κατάχρησης, καταχρήσεις
- defraudant στα ελληνικά - παραβάτης, φυγόδικος, φυγόδικο, αδυνατούντος, αδυνατούντος οφειλέτη
Τυχαίες λέξεις
Deformować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ζόρι, στραμπουλίζω, τεντώνω, διηθώ, παραμόρφωση, παραμορφώνεται, παραμορφωθεί, παραμορφώνονται, παραμορφώνουν
Μεταφράσεις: ζόρι, στραμπουλίζω, τεντώνω, διηθώ, παραμόρφωση, παραμορφώνεται, παραμορφωθεί, παραμορφώνονται, παραμορφώνουν