Degustować στα ελληνικά

Μετάφραση: degustować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γεύση, γούστο, δυσαρεστώ, γεύομαι, γεύσης, τη γεύση, προτίμηση
Degustować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • degustacja στα ελληνικά - δοκιμάζοντας, γευσιγνωσία, γεύση, γευσιγνωσίας, γεύσης
  • degustator στα ελληνικά - γευόμενος, δοκιμαστή, δοκιμαστής, δοκιμαστικά, τον δοκιμαστή
  • dehumanizacja στα ελληνικά - απανθρωποίηση, απανθρωποποίηση, απανθρωπίζοντάς, απανθρωποποίησης, απανθρωπισμό
  • dehydratacja στα ελληνικά - αφυδάτωση, αφυδάτωσης, την αφυδάτωση, αφυδατώσεως, η αφυδάτωση
Τυχαίες λέξεις
Degustować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γεύση, γούστο, δυσαρεστώ, γεύομαι, γεύσης, τη γεύση, προτίμηση