Desperacki στα ελληνικά
Μετάφραση: desperacki, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απεγνωσμένος, απελπισμένος, απελπιστική, απελπισμένη, απελπισμένοι, απεγνωσμένη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- deskryptor στα ελληνικά - Περιγραφέας
- desperacja στα ελληνικά - απόγνωση, απελπισία, απελπισίας, απογοήτευση, απόγνωσης
- desperat στα ελληνικά - κακούργος, τολμηρός, Desperado, ντεσπεράντο, το Desperado
- desperować στα ελληνικά - απόγνωση, απελπισία, απελπισίας, απόγνωσης, την απελπισία
Τυχαίες λέξεις
Desperacki στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απεγνωσμένος, απελπισμένος, απελπιστική, απελπισμένη, απελπισμένοι, απεγνωσμένη
Μεταφράσεις: απεγνωσμένος, απελπισμένος, απελπιστική, απελπισμένη, απελπισμένοι, απεγνωσμένη