Dośrubować στα ελληνικά
Μετάφραση: dośrubować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βιδώνω, βίδα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- dośrodkowość στα ελληνικά - ομοκεντρικότητας, ομοκεντρότητα, συγκεντρικότητα, concentricity, ομοκεντρικότητα
- dośrodkowy στα ελληνικά - κεντρομόλος, κεντρομόλο, κεντρομόλου, κεντρομόλες, κεντρομόλα
- doświadczalnie στα ελληνικά - πειραματικά, πειραματικώς, πειραματική, πειραματικό
- doświadczalny στα ελληνικά - δοκιμαστικός, πειραματικός, πειραματική, πειραματικές, πειραματικά, πειραματικό
Τυχαίες λέξεις
Dośrubować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βιδώνω, βίδα
Μεταφράσεις: βιδώνω, βίδα