Doświadczyć στα ελληνικά
Μετάφραση: doświadczyć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εμπειρία, πείρα, εμπειρίας, την εμπειρία, εμπειριών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- doświadczenie στα ελληνικά - πραγματογνωμοσύνη, πείραμα, εμπειρία, πειραματίζομαι, δοκιμασία, πείρα, εμπειρίας, ...
- doświadczony στα ελληνικά - επιτήδειος, έντεχνος, εμπειρογνώμων, ικανός, επιδέξιος, ειδικός, εμπειρογνώμονας, ...
- dość στα ελληνικά - νισάφι, εντελώς, αρκετά, δίκαια, έτσι, λογικά, τόσο, ...
- doża στα ελληνικά - δόγη, Doge, δόγης, του δόγη, Το Doge
Τυχαίες λέξεις
Doświadczyć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εμπειρία, πείρα, εμπειρίας, την εμπειρία, εμπειριών
Μεταφράσεις: εμπειρία, πείρα, εμπειρίας, την εμπειρία, εμπειριών