Dożywianie στα ελληνικά
Μετάφραση: dożywianie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τροφοδοτώ, σιτίζω, ταΐζω, σίτιση, διατροφή, τροφοδοσίας, σίτισης, τροφοδοσία
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- dożylny στα ελληνικά - ενδοφλεβίως, ενδοφλέβια, ενδοφλέβιας, ενδοφλέβιο, την ενδοφλέβια
- dożynki στα ελληνικά - θερίζω, σοδειά, τρύγος, συγκομιδή, συγκομιδής, τη συγκομιδή, συγκομιδή του, ...
- dożywocie στα ελληνικά - σύνταξη, ζωή, συνταγή, πρόσοδος, ισόβιος, βίος, προσόδου, ...
- dożywotni στα ελληνικά - ζωή, ζωής, τη ζωή, της ζωής, διάρκεια ζωής
Τυχαίες λέξεις
Dożywianie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τροφοδοτώ, σιτίζω, ταΐζω, σίτιση, διατροφή, τροφοδοσίας, σίτισης, τροφοδοσία
Μεταφράσεις: τροφοδοτώ, σιτίζω, ταΐζω, σίτιση, διατροφή, τροφοδοσίας, σίτισης, τροφοδοσία