Dobrowolnie στα ελληνικά
Μετάφραση: dobrowolnie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκουσίως, εθελοντικά, εκούσια, ελεύθερα, ελεύθερη, ελεύθερης, ελευθέρως, δωρεάν
Μεταφράσεις
- dobrotliwość στα ελληνικά - ηπιότητα, πραότητα, blandness, μειλιχιότητα
- dobrotliwy στα ελληνικά - ζεστός, συνετός, άνοστος, φιλικός, ευγενικά, ευμενής, καλόβουλος, ...
- dobrowolność στα ελληνικά - εθελοντικός, εκούσιο, εθελοντισμού στο, η προθυμία, εθελοντικό χαρακτήρα, εθελοντισμού στο πλαίσιο
- dobrowolny στα ελληνικά - εθελοντικός, εθελοντική, εθελοντικές, εθελοντικής, εθελοντικών
Τυχαίες λέξεις
Dobrowolnie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκουσίως, εθελοντικά, εκούσια, ελεύθερα, ελεύθερη, ελεύθερης, ελευθέρως, δωρεάν
Μεταφράσεις: εκουσίως, εθελοντικά, εκούσια, ελεύθερα, ελεύθερη, ελεύθερης, ελευθέρως, δωρεάν