Dobytek στα ελληνικά

Μετάφραση: dobytek, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατοχή, υπάρχοντα, περιουσία, ακίνητο, σπίτι, κτήμα, ιδιοκτησία, ιδιότητα, ιδιοκτησίας
Dobytek στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dobudować στα ελληνικά - κορμοστασιά, χτίζω, μπόι, ανάστημα, κατασκευή, οικοδόμηση, οικοδομήσουμε, ...
  • dobudówka στα ελληνικά - προέκταση, επέκταση, έκταση, παράταση, επέκτασης, παράτασης
  • dobywać στα ελληνικά - προσκομίζω, παράγω
  • dobyć στα ελληνικά - τραβώ, επισύρω, ζωγραφίζω, έλκω, κλήρωση, ισοπαλία, επιστήσω, ...
Τυχαίες λέξεις
Dobytek στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατοχή, υπάρχοντα, περιουσία, ακίνητο, σπίτι, κτήμα, ιδιοκτησία, ιδιότητα, ιδιοκτησίας