Περιουσία στα πολωνικά

Μετάφραση: περιουσία, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
stan, majątek, odpowiedniość, dorobek, mienie, nieruchomość, dzielnica, chudoba, kombi, posiadłość, przyzwoitość, własność, dobytek, osiedle, spadek, posesja, właściwość
Περιουσία στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: περιουσία

περιουσία εκκλησίας ελλάδος, περιουσία μαρινάκη, περιουσία του μακαριστού χριστόδουλου, περιουσία μελισσανίδη, περιουσία της εκκλησίας, περιουσία λεξικό γλώσσας πολωνικά, περιουσία στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • περιορισμένος στα πολωνικά - końcowy, skończony, ograniczony, ograniczone, ograniczona, ogranicza, ogranicza się
  • περιορισμός στα πολωνικά - ograniczenie, ograniczoność, obostrzenie, zastrzeżenie, prekluzja, limitacja, tępota, ...
  • περιοχή στα πολωνικά - rejon, okręg, okolica, areał, dziedzina, rewir, płaszczyzna, ...
  • περιπέτεια στα πολωνικά - przygoda, przygodowy, przygody, przygodowe, przygodowa
Τυχαίες λέξεις
Περιουσία στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: stan, majątek, odpowiedniość, dorobek, mienie, nieruchomość, dzielnica, chudoba, kombi, posiadłość, przyzwoitość, własność, dobytek, osiedle, spadek, posesja, właściwość