Doczesny στα ελληνικά
Μετάφραση: doczesny, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γήινος, εγκόσμιος, χρονικός, κοσμικός, τετριμμένος, χρονική, χρονικής, διαχρονικά, χρονικών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- doczepka στα ελληνικά - νταλίκα, κατάσχεση, σύνδεση, Συνημμένο, προσάρτησης, Προσαρτήματος
- doczesność στα ελληνικά - κτήματα, χρονικότητα, χρονικότητας, προσωρινότητας, προσωρινότητα
- docześnie στα ελληνικά - χρονικά, προσωρινά, χρονικώς, προσωρινά να, με χρονική
- doczyszczać στα ελληνικά - καθαρός, καθαρίζω
Τυχαίες λέξεις
Doczesny στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γήινος, εγκόσμιος, χρονικός, κοσμικός, τετριμμένος, χρονική, χρονικής, διαχρονικά, χρονικών
Μεταφράσεις: γήινος, εγκόσμιος, χρονικός, κοσμικός, τετριμμένος, χρονική, χρονικής, διαχρονικά, χρονικών