Doganiać στα ελληνικά

Μετάφραση: doganiać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ξεπερνώ, προσπερνώ, αρπάζω, πιάνω, προφθάσει, καλύψουν τη διαφορά, καλύψουν, καλύψουν τη, καλύψει τη διαφορά
Doganiać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dogadzanie στα ελληνικά - μακροθυμία, επιείκεια, ευχάριστος, ευχάριστο, ευχάριστη, παρακαλώντας, ευχάριστα
  • dogadzać στα ελληνικά - εκμαυλίζω, ικανοποιώ, εντρυφώ, παρακαλώ, ευχαριστώ, παραχαϊδεύω, περιποιηθείτε, ...
  • dogląd στα ελληνικά - επιτήρηση, φροντίζω, επίβλεψη, φροντίδα, εποπτεία, επιστασία, απλή διαχείριση, ...
  • doglądanie στα ελληνικά - φροντίζω, φροντίδα, περίθαλψη, φροντίδας, περίθαλψης, προσοχή
Τυχαίες λέξεις
Doganiać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ξεπερνώ, προσπερνώ, αρπάζω, πιάνω, προφθάσει, καλύψουν τη διαφορά, καλύψουν, καλύψουν τη, καλύψει τη διαφορά