Dokonanie στα ελληνικά

Μετάφραση: dokonanie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απόδοση, παράσταση, διενέργεια, επίτευξη, προσπάθεια, επίδοση, εκτέλεση, επιδόσεις
Dokonanie στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dokańczać στα ελληνικά - περατώνω, τελειώνω, τερματισμός, τέλος
  • doker στα ελληνικά - φορτωτής πλοίων, εκφορτώτης πλοίων
  • dokonać στα ελληνικά - κατορθώνω, εκτελέσει, εκτελούν, εκτελεί, να εκτελέσει, εκτέλεση
  • dokonywanie στα ελληνικά - κάνω, να, κάνει, κάνουν, κάνετε
Τυχαίες λέξεις
Dokonanie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απόδοση, παράσταση, διενέργεια, επίτευξη, προσπάθεια, επίδοση, εκτέλεση, επιδόσεις