Domyślać στα ελληνικά
Μετάφραση: domyślać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θεσπέσιος, μαντεύω, υποθέτω, θεϊκός, υποτίθεται, εικασία, ύποπτος, ύποπτο, υπόπτου, ύποπτα, ύποπτων
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- domowy στα ελληνικά - οικιακός, σπίτι, κατοικίδιος, ειρηνικός, σπιτικό, εσωτερικός, οικογένεια, ...
- domysł στα ελληνικά - κερδοσκοπία, εικασία, μαντεύω, εικασίες, υπόθεση, εικασίας, συγκυρία
- domyśleć στα ελληνικά - εικασία, μαντεύω, υποθέτω, μαντέψει, μαντέψετε, μαντέψουν
- domyślić στα ελληνικά - μαντεύω, εικασία, υποθέτω, μαντέψει, μαντέψετε, μαντέψουν
Τυχαίες λέξεις
Domyślać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θεσπέσιος, μαντεύω, υποθέτω, θεϊκός, υποτίθεται, εικασία, ύποπτος, ύποπτο, υπόπτου, ύποπτα, ύποπτων
Μεταφράσεις: θεσπέσιος, μαντεύω, υποθέτω, θεϊκός, υποτίθεται, εικασία, ύποπτος, ύποπτο, υπόπτου, ύποπτα, ύποπτων