Doręczenie στα ελληνικά

Μετάφραση: doręczenie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παράδοση, σέρβις, ρουσφέτι, υπηρεσία, παραλαβή, εξυπηρέτηση, διανομή, παράδοσης, παροχής, παροχή
Doręczenie στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dorównywać στα ελληνικά - ίσιος, ίσος, εξισώνω, αγώνας, ματς, αγώνα, παιχνίδι, ...
  • doręczać στα ελληνικά - παραδίδω, εκφωνώ, εξυπηρετούνται, εξυπηρετείται, σερβίρεται, υπηρέτησε, σερβίρονται
  • doręczyciel στα ελληνικά - διανομέας, ταχυδρόμος, ελευθερωτής, απελευθερωτής, προμηθευτής, ελευθερωτή, ο ελευθερωτής
  • dosadnie στα ελληνικά - δηκτικά, pointedly, εύστοχα, απροκάλυπτα, επιδεικτικά
Τυχαίες λέξεις
Doręczenie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παράδοση, σέρβις, ρουσφέτι, υπηρεσία, παραλαβή, εξυπηρέτηση, διανομή, παράδοσης, παροχής, παροχή