Dosyć στα ελληνικά

Μετάφραση: dosyć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
νισάφι, εντελώς, επαρκώς, δίκαια, αρκετά, αρκετό, αρκετή, αρκεί, είναι αρκετά
Dosyć στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dosuwanie στα ελληνικά - αιτιολογία, τεκμηρίωση, δικαιολογία, τροφοδοσίας, τροφοδοτήσεως, infeed, τροφοδότηση, ...
  • dosyt στα ελληνικά - κορεσμός, κορεσμού, αίσθημα κορεσμού, του κορεσμού, χορτασμού
  • doszczelniacz στα ελληνικά - Caulker, καλαφάτης
  • doszczętnie στα ελληνικά - εντελώς, τελείως, πλήρως, απολύτως, πλήρη
Τυχαίες λέξεις
Dosyć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: νισάφι, εντελώς, επαρκώς, δίκαια, αρκετά, αρκετό, αρκετή, αρκεί, είναι αρκετά