Dotknąć στα ελληνικά
Μετάφραση: dotknąć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πινελιά, αγγίζω, αφή, επαφή, άγγιγμα, αγγίζετε, αγγίξτε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- dotknięcie στα ελληνικά - αγγίζω, καλκάνι, πινελιά, αφή, επαφή, άγγιγμα, αγγίζετε, ...
- dotknięty στα ελληνικά - στενοχωρούνται, πληγεί, πλήττονται, προσβληθεί, που πλήττονται
- dotować στα ελληνικά - επιδοτώ, επιδοτούν, επιδοτήσει, επιδότηση, επιδοτήσουν, επιδοτεί
- dotrwać στα ελληνικά - επιζώ, τελευταίος, τελευταία, τελευταίο, τελευταίων, περασμένο
Τυχαίες λέξεις
Dotknąć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πινελιά, αγγίζω, αφή, επαφή, άγγιγμα, αγγίζετε, αγγίξτε
Μεταφράσεις: πινελιά, αγγίζω, αφή, επαφή, άγγιγμα, αγγίζετε, αγγίξτε