Λέξη: λαϊκός
Σχετικές λέξεις: λαϊκός
λαϊκός σύνδεσμός –χρυσή αυγή - νίκος μιχαλολιάκος, λαϊκός fm 87.6 live, λαϊκός δρόμος, λαϊκός ορθόδοξος συναγερμός, λαϊκός πολιτισμός, λαϊκός αγώνας δρόμου στην καλαμαριά, λαϊκός fm, λαϊκός πολιτισμός και εκπαίδευση, λαϊκος συνδεσμος, λαϊκός σύνδεσμος - χρυσή αυγή
Συνώνυμα: λαϊκός
κοσμικός, κοινωνικός, απλούς, δημοτικός, δημοφιλής, λαοφιλής
Μεταφράσεις: λαϊκός
λαϊκός στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
popular, layman, folksy, lay, laic
λαϊκός στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
popular, lego, laico, profano, seglar, layman
λαϊκός στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
beliebt, volkstümlich, populär, Laie, Laien, juristischer, layman
λαϊκός στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
populaire, vulgaire, profane, laïc, laïque, layman, profanes
λαϊκός στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
popolano, popolare, laico, profano, layman, profani, laici
λαϊκός στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
popular, leigo, leigos, layman, leiga
λαϊκός στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
getapt, veelgeliefd, populair, leek, leken, de leek, voor leken, van de leek
λαϊκός στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
общепонятный, понятный, распространенный, небезызвестный, ходкий, ведомый, общедоступный, народный, заведомый, известный, расхожий, общераспространенный, мирянин, неспециалист, мирянином, непрофессионал, дилетант
λαϊκός στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
populær, folkelig, lekmann, legmann, legmannen
λαϊκός στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
populär, lekman, lekmannen, lekmän, en lekman, lekmans
λαϊκός στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pidetty, kansan-, kansanomainen, kansantajuinen, suosittu, maallikko, maallikon, maallikolle, maallikoille, Yleistajuinen
λαϊκός στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
populær, lægmand, lægmanden, lægmands, lægmænd
λαϊκός στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
národní, populární, lidový, laik, laika, laiky, laikovi
λαϊκός στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
poczytny, popularny, ludowy, laik, laika, świecki, layman, świeckim
λαϊκός στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
közkedvelt, laikus, laikusok, laikus számára, laikusok számára, világi
λαϊκός στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
popüler, meslekten olmayan, layman, rahip olmayan kimse, meslekten, laik kimse
λαϊκός στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
прищавий, простолюддя, мирянин, мирянина
λαϊκός στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
popullor, laik, mesi i popullit, rëndomtë, laik i
λαϊκός στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
мирянин, лаик, профан, общодостъпен, неспециалиста
λαϊκός στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
свецкі чалавек, свецкі, парафіянін, міранін, католік
λαϊκός στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
populaarne, võhik, üldarusaadavat, tavakodanikule, tavainimesele, tavausklike
λαϊκός στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
popularnog, omiljen, interes, pristupačan, laik, svjetovnjak, laiku, laik je, nestručnjak
λαϊκός στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
eftirsóttur, vinsæll, leikmaður
λαϊκός στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
profanas, pasaulietis, paprastam žmogui, mėgėjas, neprofesionalas
λαϊκός στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
lajs, nespeciālists
λαϊκός στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
лаик, Едноставен, мирјанин, на Едноставен, на лаик
λαϊκός στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
laic, nespecialist, mirean, profan, layman
λαϊκός στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
populární, slaven, Laik, laiki, nestrokovnjak, Svjetovnjak, Nestručnjak
λαϊκός στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
laik
Στατιστικά δημοτικότητας: λαϊκός
Τυχαίες λέξεις