Dotyczyć στα ελληνικά
Μετάφραση: dotyczyć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βάζω, προβληματισμός, αναφέρομαι, θεωρώ, ενδιαφέρον, τραβώ, αγορά, έλκω, προσελκύω, επισύρω, ανήκω, εφαρμόζω, αιτούμαι, ανησυχία, τόκος, επιτόκιο, αφορούν, την ανησυχία, ανησυχίες, ανησυχίας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- dotychczasowość στα ελληνικά - κατάσταση της τέχνης, στάθμη της τεχνικής, εξέλιξη της τεχνολογίας, κατάσταση της τεχνικής, στάθμης της τεχνικής
- dotychczasowy στα ελληνικά - ρεύμα, τωρινός, προηγούμενος, προηγούμενη, προηγούμενο, προηγούμενες, προηγούμενα
- dotyczący στα ελληνικά - συγγενής, επί, κατά, για, σχετικά, σε
- dotyk στα ελληνικά - νιώθω, πινελιά, υφή, αισθάνομαι, αγγίζω, αίσθημα, αφή, ...
Τυχαίες λέξεις
Dotyczyć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βάζω, προβληματισμός, αναφέρομαι, θεωρώ, ενδιαφέρον, τραβώ, αγορά, έλκω, προσελκύω, επισύρω, ανήκω, εφαρμόζω, αιτούμαι, ανησυχία, τόκος, επιτόκιο, αφορούν, την ανησυχία, ανησυχίες, ανησυχίας
Μεταφράσεις: βάζω, προβληματισμός, αναφέρομαι, θεωρώ, ενδιαφέρον, τραβώ, αγορά, έλκω, προσελκύω, επισύρω, ανήκω, εφαρμόζω, αιτούμαι, ανησυχία, τόκος, επιτόκιο, αφορούν, την ανησυχία, ανησυχίες, ανησυχίας