Dowództwo στα ελληνικά

Μετάφραση: dowództwo, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διατάζω, προσταγή, προστάζω, εντολή, αρχηγείο, έδρα, κεντρικά γραφεία, την έδρα, έδρα της
Dowództwo στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dowódca στα ελληνικά - καπετάνιος, διοικητής, κυβερνήτης, διοικητή, κυβερνήτη, διοικητής της
  • dowódczy στα ελληνικά - διοικών, επιβλητική, διοικητής, διοικητή, διοικούσε
  • dowóz στα ελληνικά - παραλαβή, παρέχω, παροχή, παράδοση, προμήθεια, χορήγηση, διανομή, ...
  • doza στα ελληνικά - δοσολογία, στοιχείο, βαθμός, πτυχίο, βαθμό, βαθμού, επίπεδο
Τυχαίες λέξεις
Dowództwo στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διατάζω, προσταγή, προστάζω, εντολή, αρχηγείο, έδρα, κεντρικά γραφεία, την έδρα, έδρα της