Dowiązać στα ελληνικά
Μετάφραση: dowiązać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δένω, δεσμεύω, βιβλιοδετώ, πεδικλώνω, δεσμεύουν, δεσμεύονται, συνδέονται, προσδένονται, δεσμεύει
Μεταφράσεις
- dowieść στα ελληνικά - παράσταση, δείχνω, επιχειρηματολογώ, εμφαίνω, διαφωνώ, διαπληκτίζομαι, αποδειχθεί, ...
- dowieźć στα ελληνικά - οδηγώ, φέρω, φέρει, να, θέτουν, φέρουν
- dowodowy στα ελληνικά - αποδεικτικός, αποδεικτική, αποδεικτικής, αποδεικτικού, αποδεικτικών
- dowodzenie στα ελληνικά - επίδειξη, διαδήλωση, εντολή, προστάζω, διατάζω, προσταγή, εντολών, ...
Τυχαίες λέξεις
Dowiązać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δένω, δεσμεύω, βιβλιοδετώ, πεδικλώνω, δεσμεύουν, δεσμεύονται, συνδέονται, προσδένονται, δεσμεύει
Μεταφράσεις: δένω, δεσμεύω, βιβλιοδετώ, πεδικλώνω, δεσμεύουν, δεσμεύονται, συνδέονται, προσδένονται, δεσμεύει