Drętwy στα ελληνικά

Μετάφραση: drętwy, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στεγνός, ζοφερός, ξηρός, μουδιασμένος, ναρκωμένος, μουδιασμένο, μουδιασμένη, μουδιάζουν
Drętwy στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • drętwota στα ελληνικά - μούδιασμα, αιμωδία, μουδιάσματος, το μούδιασμα, μουδιάσματα
  • drżenie στα ελληνικά - τρεμούλα, συγκίνηση, τουρτουρίζω, ριγώ, ταραχή, τρεμούλιασμα, δόνηση, ...
  • drżeć στα ελληνικά - τουρτουρίζω, συγκίνηση, έρπω, τρεμουλιάζω, σαλεύω, ανατριχίλα, τρέμω, ...
Τυχαίες λέξεις
Drętwy στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στεγνός, ζοφερός, ξηρός, μουδιασμένος, ναρκωμένος, μουδιασμένο, μουδιασμένη, μουδιάζουν