Λέξη: μανιασμένος
Μεταφράσεις: μανιασμένος
μανιασμένος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
fierce, wildly, furious, fiercely, furiously, raging
μανιασμένος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
furibundo, vehemente, fiero, furioso, feroz, salvajemente, violentamente, tremendamente, salvaje, frenéticamente
μανιασμένος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
wütend, grimmig, ungestüm, rabiat, wild, wie wild, maßlos
μανιασμένος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
vif, cruel, impétueux, rude, sévère, orageux, atroce, rigoureux, truculent, turbulent, farouche, sauvage, enragé, rapide, barbare, acharné, sauvagement, follement, manière extravagante, une manière extravagante, énormément
μανιασμένος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
selvaggio, furioso, arrabbiato, veemente, furibondo, selvaggiamente, sfrenatamente, all'impazzata, selvaggia
μανιασμένος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
prado, selvagem, feroz, furioso, raivoso, bravio, fulo, gentio, campo, descontroladamente, selvagemente, loucamente, freneticamente, wildly
μανιασμένος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
woedend, dol, wild, razend, woest, verbolgen, verwoed, doldriftig, enorm, laaiend
μανιασμένος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
неистовый, свирепый, ярый, лютый, дикий, сильный, бурный, пылкий, горячий, болезненный, яростный, оголтелый, жестокий, ожесточенный, дико, бешено, одичало, безумно
μανιασμένος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bister, rasende, voldsom, vill, barsk, vilt, wildly, erte vilt
μανιασμένος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ilsken, häftig, rasande, våldsam, vild, ursinnig, vilt, wildly, omåttligt, rade vilt
μανιασμένος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tuima, raju, vihainen, raivoisa, ärhäkkä, raisu, raivokas, äksy, hurja, villi, villisti, wildly, hurjasti, hurjan, wild
μανιασμένος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
bidsk, voldsom, vild, kraftig, bister, vildt, wildly
μανιασμένος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
lítý, krutý, drastický, bouřlivý, divoký, zuřivý, ohavný, prudký, divoce, se divoce, divoce se, prudce
μανιασμένος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zagorzały, gwałtowny, dziki, zaciekły, srogi, wściekły, wściekle, dziko, wildly, szalenie, gwałtownie
μανιασμένος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ádáz, vadul, vad
μανιασμένος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
öfkeli, hiddetli, çılgınca, wildly, vahşice, çılgın
μανιασμένος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
хворобливий, дужий, шалений, сильний, гарячий, дико
μανιασμένος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
egër, wildly, wildly të
μανιασμένος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
диво, бясно, див, лудо, невероятно
μανιασμένος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
дзіка
μανιασμένος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
raevukas, metsik, metsikult, pööraselt, meeletult, tohutult, eriklaasi
μανιασμένος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
vatren, bijesan, divalj, divlje, mahnito, divlji, divljački, neobuzdano
μανιασμένος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
stórlega, harðlega, vinnu
μανιασμένος στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
ferus, asper, efferus
μανιασμένος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
žiaurus, nirtulingas, smarkus, nuožmus, Wściekle, nepaprastai, audringai, beprotiškai
μανιασμένος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
negants, nežēlīgs, nikns, stiprs, spēcīgs, Putnu, mežonīgi, neprātīgi
μανιασμένος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
диво, диво се, мавташе, неконтролирано
μανιασμένος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
feroce, vehement, salbatic, sălbatic, pline, pline de, wildly
μανιασμένος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
divje, Mahnito, je divje, so divje
μανιασμένος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
divoký, prudký, divoko, divo, voľne
Τυχαίες λέξεις