Drań στα ελληνικά
Μετάφραση: drań, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παλιάνθρωπος, κατεργάρικος
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- drastyczny στα ελληνικά - δραστικός, δραστική, δραστικές, δραστικά, δραστικών
- dratwa στα ελληνικά - τυλίσσομαι, συστρέφω, συστρέφομαι, σπάγγος, τυλίσσω
- drański στα ελληνικά - σημαίνω, εννοώ, παραδόπιστος, τσιγκούνης, σκορβούτο, το σκορβούτο, σκορβούτου, ...
- draństwo στα ελληνικά - ευτέλεια, μικρότητες, μικροπρέπεια, τσιγκουνιά, η μιζέρια
Τυχαίες λέξεις
Drań στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παλιάνθρωπος, κατεργάρικος
Μεταφράσεις: παλιάνθρωπος, κατεργάρικος