Dryblować στα ελληνικά
Μετάφραση: dryblować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καταβρέχω, τρίπλα, ντρίμπλα, dribble, ντρίπλα, ντρίμπλας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- drwić στα ελληνικά - περιγελώ, λοιδορώ, λοιδορία, σκώμμα, χλευασμός, ειρωνεία, χλευάζω, ...
- drybling στα ελληνικά - καταβρέχω, τρίπλα, ντρίμπλα, dribble, ντρίπλα, ντρίμπλας
- dryf στα ελληνικά - τάση, παρασυρόμενα, παρασυρόμενων, μετατόπιση, ολίσθηση
- dryfkotwa στα ελληνικά - drogue, αλεξιπτώτου, πιλότου, πλωτή
Τυχαίες λέξεις
Dryblować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καταβρέχω, τρίπλα, ντρίμπλα, dribble, ντρίπλα, ντρίμπλας
Μεταφράσεις: καταβρέχω, τρίπλα, ντρίμπλα, dribble, ντρίπλα, ντρίμπλας