Dwoić στα ελληνικά
Μετάφραση: dwoić, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαιρώ, διχάζω, χωρίζω, χάσμα, χάσματος, διαίρει, διαίρεση, διαχωρισμός
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- duży στα ελληνικά - απίθανος, πρόστυχος, χοντρός, ογκώδης, σπουδαίος, αρκετός, ακαθάριστος, ...
- dwoisty στα ελληνικά - διπλός, διπλό, διπλή, διπλής, διπλά, διπλού
- dwojaki στα ελληνικά - διπλός, διττός, διττό, διπλή, διττή
- dwojakość στα ελληνικά - Η διπλή, Η διττή, Το διπλό, ο διττός, ο διπλός
Τυχαίες λέξεις
Dwoić στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαιρώ, διχάζω, χωρίζω, χάσμα, χάσματος, διαίρει, διαίρεση, διαχωρισμός
Μεταφράσεις: διαιρώ, διχάζω, χωρίζω, χάσμα, χάσματος, διαίρει, διαίρεση, διαχωρισμός