Dyskrecja στα ελληνικά
Μετάφραση: dyskrecja, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μυστικότητα, διακριτικότητα, περίσκεψη, διάκριση, εχεμύθεια, διακριτική ευχέρεια, εξουσία εκτιμήσεως, διακριτικής ευχέρειας, περιθώριο εκτιμήσεως
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- dyskontować στα ελληνικά - σκόντο, έκπτωση, μείωση, έκπτωσης, εκπτώσεις, προεξοφλητικό, προεξόφλησης
- dyskoteka στα ελληνικά - λέσχη, ρόπαλο, ντίσκο, disco, ντισκοτέκ
- dyskrecjonalny στα ελληνικά - διακριτική, διακριτική ευχέρεια, διακριτικής, διακριτικής ευχέρειας, τη διακριτική
- dyskredytowanie στα ελληνικά - δυσφήμηση, δυσφήμιση, υποτίμηση, απαξίωση, δυσφημιστικό
Τυχαίες λέξεις
Dyskrecja στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μυστικότητα, διακριτικότητα, περίσκεψη, διάκριση, εχεμύθεια, διακριτική ευχέρεια, εξουσία εκτιμήσεως, διακριτικής ευχέρειας, περιθώριο εκτιμήσεως
Μεταφράσεις: μυστικότητα, διακριτικότητα, περίσκεψη, διάκριση, εχεμύθεια, διακριτική ευχέρεια, εξουσία εκτιμήσεως, διακριτικής ευχέρειας, περιθώριο εκτιμήσεως