Dziać στα ελληνικά
Μετάφραση: dziać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανακατεύω, θρέφω, αναδεύω, κινώ, κινούμαι, ζαρώνω, πλέκω, δεμένη, πλέκει, πλέκουν, πλέκουμε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- dziarskość στα ελληνικά - τρέχω, συντρίβω, ραντίζω, παύλα, εξόρμηση, ταμπλό, dash
- dziatwa στα ελληνικά - μελαγχολώ, τσούρμο, γένος, γόνου, γεννητόρων, σε απογόνους
- dział στα ελληνικά - διαίρεση, κλάδος, μεραρχία, κολόνα, κλαδί, τμήμα, διχασμός, ...
- działacz στα ελληνικά - αγωνιστής, ακτιβιστής, ακτιβιστή, ακτιβίστρια, ακτιβιστών, ενεργό
Τυχαίες λέξεις
Dziać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανακατεύω, θρέφω, αναδεύω, κινώ, κινούμαι, ζαρώνω, πλέκω, δεμένη, πλέκει, πλέκουν, πλέκουμε
Μεταφράσεις: ανακατεύω, θρέφω, αναδεύω, κινώ, κινούμαι, ζαρώνω, πλέκω, δεμένη, πλέκει, πλέκουν, πλέκουμε