Ekonomika στα ελληνικά
Μετάφραση: ekonomika, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
οικονομολογία, οικονομική, Οικονομικά, οικονομία, οικονομίας, Economics, την οικονομία
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ekonomiczność στα ελληνικά - κόστος, κοστίζω, δαπάνη, οικονομία, οικονομίας, οικονομία της, οικονομίας της, ...
- ekonomiczny στα ελληνικά - οικονομικός, οικονομική, οικονομικής, οικονομικών, οικονομικές
- ekonomista στα ελληνικά - οικονομολόγος, οικονομολόγο, οικονομολόγου, οικονομολόγος της, ο οικονομολόγος
- ekonomizer στα ελληνικά - οικονομητήρας, οικονομιστήρα, economizer, εξοικονοητή, οικονομητήρα
Τυχαίες λέξεις
Ekonomika στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: οικονομολογία, οικονομική, Οικονομικά, οικονομία, οικονομίας, Economics, την οικονομία
Μεταφράσεις: οικονομολογία, οικονομική, Οικονομικά, οικονομία, οικονομίας, Economics, την οικονομία