Eksploatować στα ελληνικά

Μετάφραση: eksploatować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εγχειρίζω, λειτουργώ, αξιοποιώ, λειτουργούν, λειτουργεί, λειτουργία, λειτουργήσει, λειτουργίας
Eksploatować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • eksploatacja στα ελληνικά - λειτουργία, εγχείρηση, επιχείρηση, εκμετάλλευση, εκμετάλλευσης, αξιοποίηση, την εκμετάλλευση, ...
  • eksploatator στα ελληνικά - εκμεταλευτής, εκμεταλλευτή, εκμεταλλευτής, εκμεταλλευτές, του εκμεταλλευτή
  • eksplodować στα ελληνικά - εκρήγνυμαι, εκραγεί, εκραγούν, να εκραγεί, να εκραγούν, εκρήγνυνται
  • eksploracja στα ελληνικά - εξερεύνηση, εξερεύνησης, διερεύνηση, έρευνα, την εξερεύνηση
Τυχαίες λέξεις
Eksploatować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εγχειρίζω, λειτουργώ, αξιοποιώ, λειτουργούν, λειτουργεί, λειτουργία, λειτουργήσει, λειτουργίας