Ekstrahować στα ελληνικά

Μετάφραση: ekstrahować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποσπώ, εκχύλισμα, εκχυλίσματος, απόσπασμα, αποσπάσματος, εκχυλίσματα
Ekstrahować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ekstradycja στα ελληνικά - έκδοση, έκδοσης, την έκδοση, εκδόσεως, της έκδοσης
  • ekstrahowanie στα ελληνικά - εξαγωγή, καταγωγή, εκχύλιση, εκχύλισης, εξόρυξη, εκχυλίσεως
  • ekstrakcja στα ελληνικά - καταγωγή, εξαγωγή, εκχύλιση, εκχύλισης, εξόρυξη, εκχυλίσεως
  • ekstraklasa στα ελληνικά - πρωτάθλημα, κατηγορία, συνασπισμός, κορυφή του πρωταθλήματος, κορυφαία ένωση, μεγάλη κατηγορία
Τυχαίες λέξεις
Ekstrahować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποσπώ, εκχύλισμα, εκχυλίσματος, απόσπασμα, αποσπάσματος, εκχυλίσματα