Elektron στα ελληνικά

Μετάφραση: elektron, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ζουζούνι, μαμούδι, κώμα, ηλεκτρόνιο, ηλεκτρονίων, ηλεκτρονίου, ηλεκτρονικό, ηλεκτρονική
Elektron στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • elektromotor στα ελληνικά - ηλεκτροκινητήρα, ηλεκτροκινητήρας, electromotor, ηλεκτρογεννήτρια, ηλεκτροκινητήρων
  • elektromotoryczny στα ελληνικά - ηλεκτροπαραγωγός, ηλεκτρεγερτική, ηλεκτρεγερτικής, ηλεκτρεγερτικές, ηλεκτροκινητική
  • elektronicznie στα ελληνικά - Ηλεκτρονικά, με ηλεκτρονικά, ηλεκτρονικά μέσα, με ηλεκτρονικά μέσα, ηλεκτρονικώς
  • elektroniczny στα ελληνικά - ηλεκτρονικός, ηλεκτρονικών, ηλεκτρονική, ηλεκτρονικά, ηλεκτρονικό
Τυχαίες λέξεις
Elektron στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ζουζούνι, μαμούδι, κώμα, ηλεκτρόνιο, ηλεκτρονίων, ηλεκτρονίου, ηλεκτρονικό, ηλεκτρονική