Ewakuować στα ελληνικά
Μετάφραση: ewakuować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκκενώνω, εκκενώσουν, εκκενώσει, εκκένωση, εκκενώνουν, εκκενωθεί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ewakuacja στα ελληνικά - εκκένωση, κένωση, εκκένωσης, την εκκένωση, απομάκρυνση
- ewaluacja στα ελληνικά - αξιολόγηση, εκτίμηση, αξιολόγησης, την αξιολόγηση, της αξιολόγησης
- ewangelia στα ελληνικά - ευαγγέλιο, ευαγγελίου, το ευαγγέλιο, του ευαγγελίου
Τυχαίες λέξεις
Ewakuować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκκενώνω, εκκενώσουν, εκκενώσει, εκκένωση, εκκενώνουν, εκκενωθεί
Μεταφράσεις: εκκενώνω, εκκενώσουν, εκκενώσει, εκκένωση, εκκενώνουν, εκκενωθεί