Fantazjować στα ελληνικά
Μετάφραση: fantazjować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ονειροπόληση, ρομάντζα, ρεμβάζω, ειδύλλιο, ρομάντζο, ρομαντισμό, ρομαντισμού, ρομαντική σχέση
Μεταφράσεις
- fantastyka στα ελληνικά - φαντασία, φανταστικός, φανταστικό, φανταστική, καταπληκτικό, φανταστικές
- fantazja στα ελληνικά - φιέστα, γουστάρω, ατμός, προτίμηση, γούστο, φανταστικός, τρέλα, ...
- fantazyjnie στα ελληνικά - fancifully, ευφάνταστο, ευφάνταστα, φανταστικά
- fantazyjność στα ελληνικά - freaky, Ιδιότροποι
Τυχαίες λέξεις
Fantazjować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ονειροπόληση, ρομάντζα, ρεμβάζω, ειδύλλιο, ρομάντζο, ρομαντισμό, ρομαντισμού, ρομαντική σχέση
Μεταφράσεις: ονειροπόληση, ρομάντζα, ρεμβάζω, ειδύλλιο, ρομάντζο, ρομαντισμό, ρομαντισμού, ρομαντική σχέση