Gęstnieć στα ελληνικά
Μετάφραση: gęstnieć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πυκνώνω, δένω, πήζω, πυκνώσει, πήξει, πυκνώνουν, πύκνωση, πήζει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- gęsina στα ελληνικά - χήνα, χήνας, χήνες, της χήνας, χηνών
- gęsior στα ελληνικά - Gęsior, Gęsior ο, Gęsior θα
- gęsto στα ελληνικά - πυκνά, πυκνότητα, πυκνή, πυκνοκατοικημένες, υψηλή πυκνότητα
- gęstościomierz στα ελληνικά - υδρόμετρο, αραιόμετρο, υδρομέτρου, υδρόμετρου, του υδρόμετρου
Τυχαίες λέξεις
Gęstnieć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πυκνώνω, δένω, πήζω, πυκνώσει, πήξει, πυκνώνουν, πύκνωση, πήζει
Μεταφράσεις: πυκνώνω, δένω, πήζω, πυκνώσει, πήξει, πυκνώνουν, πύκνωση, πήζει