Głuszyć στα ελληνικά

Μετάφραση: głuszyć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στραγγαλίζω, φλομώνω, σύννεφο, πνίγω, αποπνίγω, πνίξουν, να πνίξουν
Głuszyć στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • głusza στα ελληνικά - μοναξιά, ερημιά, έρημο, άγριας φύσης, ερήμω, αγριότητα
  • głuszec στα ελληνικά - γκρινιάζω, αγριόκουρκους, αγριόκουρκο, αγριοκούρκος, αγριόκουρκος, αγριόκουρκου
  • głód στα ελληνικά - πείνα, λιμός, έλλειψη, σπανιότητα, πείνας, την πείνα, της πείνας, ...
  • głóg στα ελληνικά - λευκάκανθρα, λευκάγκαθα, μοσφιλιάς, Hawthorn, κραταίγου
Τυχαίες λέξεις
Głuszyć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στραγγαλίζω, φλομώνω, σύννεφο, πνίγω, αποπνίγω, πνίξουν, να πνίξουν