Galonować στα ελληνικά
Μετάφραση: galonować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κοτσίδα, ρελιάζω, πλέκω, πλεξίδα, πλεξούδα, πλεξούδας, σιρίτια, σειρήτια
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- galman στα ελληνικά - καλαμίνα, καλαμίνας, καλαμίνη, καλαμίνες, καλάμινης
- galon στα ελληνικά - γαλόνι, γαλονιών, γαλλόνι, γαλλονιών, γαλονιού
- galop στα ελληνικά - γκάλοπ, καλπασμός, καριέρα, καλπάζω, Ιππασία, καλπασμό, Gallop, ...
- galopować στα ελληνικά - γκάλοπ, καλπάζω, καλπασμός, Ιππασία, καλπασμό, Gallop, καλπασμού
Τυχαίες λέξεις
Galonować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κοτσίδα, ρελιάζω, πλέκω, πλεξίδα, πλεξούδα, πλεξούδας, σιρίτια, σειρήτια
Μεταφράσεις: κοτσίδα, ρελιάζω, πλέκω, πλεξίδα, πλεξούδα, πλεξούδας, σιρίτια, σειρήτια