Garnirować στα ελληνικά
Μετάφραση: garnirować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κουρεύω, κομψός, κλαδεύω, ψαλιδίζω, γαρνιτούρα, γαρνίρισμα, γαρνίρετε, γαρνίρουμε, το γαρνίρισμα
Μεταφράσεις
- garnieryt στα ελληνικά - γκαρνιερίτη, γαρνιερίτη, γαρνιερίτης, ο γαρνιερίτης
- garnirowanie στα ελληνικά - γαρνιτούρα, γαρνίρισμα, γαρνίρετε, γαρνίρουμε, το γαρνίρισμα
- garnitur στα ελληνικά - βολεύω, εξυπηρετώ, κοστούμι, αρμόζω, στολή, αγωγή, το παράδειγμά, ...
- garnizon στα ελληνικά - φρουρά, φρουράς, εγκαθιστά φρουρά, τη φρουρά, εγκαταστείστε φρουρά
Τυχαίες λέξεις
Garnirować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κουρεύω, κομψός, κλαδεύω, ψαλιδίζω, γαρνιτούρα, γαρνίρισμα, γαρνίρετε, γαρνίρουμε, το γαρνίρισμα
Μεταφράσεις: κουρεύω, κομψός, κλαδεύω, ψαλιδίζω, γαρνιτούρα, γαρνίρισμα, γαρνίρετε, γαρνίρουμε, το γαρνίρισμα