Ελάττωση στα αγγλικά
Μετάφραση: ελάττωση, Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
abatement, reduction, decrease, decline, diminution, reduce
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Συνώνυμα & Μεταφράσεις: ελάττωση
cut
- τομή
- κόψιμο
- ελάττωση
- μερίδιο
- χαρακιά
- παρακμή
- ελάττωση
- πτώση
- παρακμή
- ύφεση
- ελάττωση
- εξασθένηση
- μείωση
- ελάττωση
- ύφεση
- μείωση
- ελάττωση
- χαλάρωση
- ύφεση
- πτώση
- κάμψη
- μείωση
- αναγωγή
- ελάττωση
- έκπτωση
- μετατροπή
- υποβίβαση
- άφεση
- απαλλαγή
- συγχώρηση
- ελάττωση
- μείωση
- ελάττωση
- βλάβη
- χειροτέρευση
- ελάττωση
Σχετικές λέξεις: ελάττωση
ελάττωση αμνιακού υγρού, ελάττωση καπνίσματος, ελάττωση της βιοποικιλότητας, ελάττωση τησ libido, ελάττωση λεξικό γλώσσας αγγλικά, ελάττωση στα αγγλικά
Μεταφράσεις
- ελάσσων στα αγγλικά - minor, a minor
- ελάττωμα στα αγγλικά - failing, defect, shortcoming, flaw, fault, deficiency, vice
- ελάφι στα αγγλικά - deer, fawn, stag, a deer, elk
- ελάχιστος στα αγγλικά - minimum, minimal, least, a minimum, little
Τυχαίες λέξεις
Ελάττωση στα αγγλικά - Λεξικό: ελληνικά » αγγλικά
Μεταφράσεις: abatement, reduction, decrease, decline, diminution, reduce
Μεταφράσεις: abatement, reduction, decrease, decline, diminution, reduce