Gazować στα ελληνικά

Μετάφραση: gazować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βενζίνη, αέριο, αερίζω, βιασύνη, Rush, αιχμής, βιασύνη για, εσπευσμένης προσφυγής
Gazować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • gazowanie στα ελληνικά - εξαερισμός, αερισμός, αερισμού, αερισμό, ο αερισμός
  • gazowany στα ελληνικά - βράζων, συρίζων, ανθρακούχα, αεριούχα, τα ανθρακούχα
  • gazownia στα ελληνικά - εργοστάσια αερίου, εργοστασίων αερίου, των εργοστασίων αερίου, μονάδων παραγωγής αερίου που, μονάδων παραγωγής αερίου
  • gazownictwo στα ελληνικά - αέριο, βενζίνη, βιομηχανία φυσικού αερίου, βιομηχανίας φυσικού αερίου, κλάδου του φυσικού αερίου, κλάδο του φυσικού αερίου, κλάδου του αερίου
Τυχαίες λέξεις
Gazować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βενζίνη, αέριο, αερίζω, βιασύνη, Rush, αιχμής, βιασύνη για, εσπευσμένης προσφυγής