Giętki στα ελληνικά

Μετάφραση: giętki, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ελαστικός, εύκαμπτος, ευλύγιστος, ευέλικτος, ευέλικτη, ευέλικτο, εύκαμπτο
Giętki στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • gięcie στα ελληνικά - κάμψη, κάμψης, κάμψεως, την κάμψη, λύγισμα
  • giętarka στα ελληνικά - κλίνων, Bender, εργαλείο κάμψης, κουρμπαδόρο, ο Bender
  • giętko στα ελληνικά - εύκαμπτα, ευελιξία, ευέλικτα, με ευελιξία, ευέλικτο
  • giętkość στα ελληνικά - ευκαμψία, ευελιξία, ευελιξίας, την ευελιξία, ελαστικότητα
Τυχαίες λέξεις
Giętki στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ελαστικός, εύκαμπτος, ευλύγιστος, ευέλικτος, ευέλικτη, ευέλικτο, εύκαμπτο