Grot στα ελληνικά

Μετάφραση: grot, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ποδοκόπι, πουρμπουάρ, ρεγάλο, αιχμή, βέλος, το βέλος, κεφαλή βέλους, αιχμή βέλους, βέλους
Grot στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • groszkowanie στα ελληνικά - χονδροποίηση, κοκκοποίηση, σχηματισμό κόκκων, πυρήνωση, graining
  • groszowy στα ελληνικά - φτηνός
  • grota στα ελληνικά - άντρο, σπηλιά, σπήλαιο, Grotto, σπηλαίου, σπηλιάς
  • groteska στα ελληνικά - τραγελαφικός, τερατώδης, αλλόκοτος, παρωδία, μπουρλέσκ, μπουρλέσκο, burlesque, ...
Τυχαίες λέξεις
Grot στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ποδοκόπι, πουρμπουάρ, ρεγάλο, αιχμή, βέλος, το βέλος, κεφαλή βέλους, αιχμή βέλους, βέλους