Gwintować στα ελληνικά

Μετάφραση: gwintować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μίτος, κλωστή, καραμπίνα, τουφέκι, νήμα, το νήμα, σπείρωμα, νήματος, σπειρώματος
Gwintować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • gwint στα ελληνικά - κλωστή, μίτος, νήμα, το νήμα, σπείρωμα, νήματος, σπειρώματος
  • gwintowany στα ελληνικά - σπείρωμα, Νήμα, Θεμάτων, με σπείρωμα, Threaded
  • gwintownica στα ελληνικά - βελονιάζων, σπειρωτή, σπειροτόμου, σπειροτόμο, μετά σπειρώματος
  • gwintownik στα ελληνικά - παρακεντώ, βρύση, βρύσης, πατήστε, της βρύσης, πιέστε
Τυχαίες λέξεις
Gwintować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μίτος, κλωστή, καραμπίνα, τουφέκι, νήμα, το νήμα, σπείρωμα, νήματος, σπειρώματος