Λέξη: προϊόν

Σχετικές λέξεις: προϊόν

προϊόν ποπ, προϊόν της χρονιάς 2014, προϊόν συνώνυμο, προϊόν υψηλής ανάμειξης, προϊόν 47la620s, προϊόν αυτομαυρίσματοσ, προϊόν ορισμός, προϊόν 42lb650v, προϊόν συνώνυμα

Συνώνυμα: προϊόν

παραγωγή, απόδοση, γινόμενο, εμπόρευμα, κάτι χρήσιμον, είδος, ευκολία, προσαγωγή, παρουσίαση, παράσταση

Μεταφράσεις: προϊόν

προϊόν στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
product, product is, product was, product on, products

προϊόν στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
producto, productos, de productos, del producto, producto de

προϊόν στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
waren, produkt, ware, erzeugung, erzeugnis, Produkt, Produkts

προϊόν στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
production, issue, résultat, marchandises, marchandise, produit, aboutissement, produits, article, ce produit, le produit

προϊόν στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
prodotto, prodotti, del prodotto, di prodotti, dei prodotti

προϊόν στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pôr, produzir, produtos, engendrar, produto, mercadoria, do produto, de produtos, produtos da

προϊόν στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
opbrengst, koopwaar, producten, gewrocht, waren, handelswaar, product, produkt, artikel, het product

προϊόν στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
изделие, продукция, продукт, фабрикат, товар, результат, плоды, продукта, продуктом

προϊόν στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
produkt, produktet, til produktet, produkten

προϊόν στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
alster, produkt, produkten, produkter, produktinformation

προϊόν στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tulo, tuote, tuotteet, tuotanto, tavara, tuotos, valmiste, tuotteen, tuotetta, tuotteesta, tuotteiden

προϊόν στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
produkt, produktet, vare, produktets

προϊόν στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
výrobek, produkt, plodina, součin, výsledek, zplodina, produktu, výrobku, produktů

προϊόν στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
dukt, fabrykat, wykonanie, wytwór, wyrób, preparat, wynik, towar, produkt, przetwór, iloczyn, produktu, produktów, produktem

προϊόν στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szorzat, termék, terméket, a termék, termékek

προϊόν στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ürün, mal, onum, ürünleri, ürünü, ürünün, bir ürün

προϊόν στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вироблення, продукт, товар

προϊόν στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
produkt, produktit, produkti, produkt i, të produktit

προϊόν στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
продукт, продукта, продукти, на продукта

προϊόν στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
прадукт

προϊόν στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
korrutis, toode, toote, toodet, Toodete, toote kohta

προϊόν στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
izradbe, proizvod, proizvoda, Product, produkt, Na

προϊόν στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
afurðir, vara, vöru, varan, afurðin, lyfið

προϊόν στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
produktas, gaminys, produktų, produkto, prekė

προϊόν στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
produkts, produktu, ierīce, produkta, ierīču

προϊόν στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
производ, производот, на производот, производи, на производи

προϊόν στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
produs, produse, produsului, produsul, de produse

προϊόν στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
produkt, izdelek, plod, izdelka, proizvod, proizvoda

προϊόν στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
tovar, plod, produkt, súčin, výrobok, výrobku

Στατιστικά δημοτικότητας: προϊόν

Τυχαίες λέξεις