Hodowanie στα ελληνικά
Μετάφραση: hodowanie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αναπαραγωγή, καλλιέργεια, καλλιέργειας, την καλλιέργεια, της καλλιέργειας, καλλιέργεια του
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- hodograf στα ελληνικά - Hodograph
- hodometr στα ελληνικά - οδόμετρο, οδομετρητή, Χιλιομετρητής, οδομέτρων, το οδόμετρο
- hodować στα ελληνικά - ανατρέφω, κρατώ, σηκώνω, πισινός, αναπαράγω, κατακρατώ, σκαλίζω, ...
- hodowca στα ελληνικά - εκτροφέας, κτηνοτρόφος, δημιουργού, δημιουργός, δημιουργό, εκτροφέα
Τυχαίες λέξεις
Hodowanie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αναπαραγωγή, καλλιέργεια, καλλιέργειας, την καλλιέργεια, της καλλιέργειας, καλλιέργεια του
Μεταφράσεις: αναπαραγωγή, καλλιέργεια, καλλιέργειας, την καλλιέργεια, της καλλιέργειας, καλλιέργεια του