Informować στα ελληνικά
Μετάφραση: informować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γνωστοποιώ, πληροφορώ, εκπαιδεύω, διδάσκω, μορφώνω, ενημερώνει, πληροφορεί, ενημερώνουν, να ενημερώσει, ενημερώσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- informatyzacja στα ελληνικά - μηχανοργάνωση, μηχανογράφηση, μηχανοργάνωσης, μηχανογράφησης, τη μηχανογράφηση
- informowanie στα ελληνικά - πληροφορίες, πληροφοριών, πληροφορίες που, πληροφορία, πληροφόρησης
- infradźwięk στα ελληνικά - Υπόηχος, infrasound, υπόηχων, υποήχων, υπόηχους
- infradźwiękowy στα ελληνικά - Υπόηχος, infrasound, υπόηχων, υποήχων, υπόηχους
Τυχαίες λέξεις
Informować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γνωστοποιώ, πληροφορώ, εκπαιδεύω, διδάσκω, μορφώνω, ενημερώνει, πληροφορεί, ενημερώνουν, να ενημερώσει, ενημερώσει
Μεταφράσεις: γνωστοποιώ, πληροφορώ, εκπαιδεύω, διδάσκω, μορφώνω, ενημερώνει, πληροφορεί, ενημερώνουν, να ενημερώσει, ενημερώσει