Intensyfikacja στα ελληνικά

Μετάφραση: intensyfikacja, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επαύξηση, εντατικοποίηση, επίταση, εντατικοποίησης, η εντατικοποίηση, την εντατικοποίηση
Intensyfikacja στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • intendent στα ελληνικά - θαλαμηπόλος, επιστάτης, στέλεχος, αξιωματικός, οικονόμος, διατάκτης, διατάκτη, ...
  • intendentura στα ελληνικά - επιστασία, διαχείριση, διαχείρισης, επιστασίας, διαχείρισής
  • intensyfikować στα ελληνικά - εντείνουν, εντείνει, εντατικοποίηση, να εντείνει, να εντείνουν
  • intensywnie στα ελληνικά - επιτακτικός, εντατικός, άσχημα, κακά, εντατικά, έντονα, εντατική, ...
Τυχαίες λέξεις
Intensyfikacja στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επαύξηση, εντατικοποίηση, επίταση, εντατικοποίησης, η εντατικοποίηση, την εντατικοποίηση