Επαύξηση στα πολωνικά

Μετάφραση: επαύξηση, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wzmocnienie, przyrost, intensyfikacja, nasilenie, wzmacnianie, przyrostu, increment, inkrementacji, inkrementacja
Επαύξηση στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: επαύξηση

αύξηση /μείωση ισχύος υφιστάμενης ηλεκτροδότησης, επαύξηση ρεύματος, επαύξηση ισχύος, επαύξηση περιουσίας, επαύξηση ισχύος υφιστάμενης ηλεκτροδότησης, επαύξηση λεξικό γλώσσας πολωνικά, επαύξηση στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • επαφή στα πολωνικά - skontaktować, połączenie, znajomość, kontaktować, styk, stykać, styczność, ...
  • επαχθής στα πολωνικά - uciążliwy, uciążliwe, uciążliwa, uciążliwym, kłopotliwe
  • επείγων στα πολωνικά - nagły, usilny, naglący, pilny, pilne, pilna, pilną
  • επεισόδιο στα πολωνικά - epizod, swoisty, awaria, właściwy, padający, incydent, przypadkowy, ...
Τυχαίες λέξεις
Επαύξηση στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: wzmocnienie, przyrost, intensyfikacja, nasilenie, wzmacnianie, przyrostu, increment, inkrementacji, inkrementacja