Λέξη: χορδή

Σχετικές λέξεις: χορδή

χορδή τόξου κύκλου, χορδή τόξο, χορδή πέους, χορδή κιθάρας, χορδή κύκλου, χορδή του τυμπάνου, χορδή τόξου, νωτιαία χορδή, χορδή χωρίς υποσπαδία, χορδή παραβολής

Συνώνυμα: χορδή

κορδόνι, σπάγγος, σχοινί, χοντρός σπάγγος, σχοινίο, συγχορδία, σειρά, αλυσίδα, ορμαθός

Μεταφράσεις: χορδή

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
string, chord, cord, chord of, the chord
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cuerda, atadura, bramante, acorde, acordes, de acordes, acorde de
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bogensehne, kette, sehne, schnur, saite, zeichenkette, spagat, Akkord, Sehne, Sehnen, ...
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
défiler, chaîne, frappant, enchaînement, cordeau, mange-tout, ficelle, remarquable, fil, cordon, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
corda, spago, accordo, accordi musicali, accordi, accordo di
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
corda, bater, acorde, acordes, de acordes, acorde de
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
stemband, lijn, snaar, koorde, touw, snoer, akkoord, accoord, akkoorden
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
струна, бечевка, нитка, бечёвка, шнурок, шпагат, нить, нанизать, нанизывать, караван, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
streng, snor, akkord, akkorden, chord
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
snodd, band, snöre, sträng, ackord, ackordet, ackords
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
merkkijono, lanka, kuitu, pujottaa, nyöri, naru, nuora, kaulaketju, sointu, chord, ...
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
reb, sejlgarn, række, snor, akkord, akkorder, akkorden, korde
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
struna, šňůra, tětiva, špagát, provázek, provaz, vlákno, řetěz, motouz, lanko, ...
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
nanizać, zawiązać, słowo, powrózek, struna, wianek, sznur, linka, szpagat, łańcuch, ...
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
madzag, vaspánt, szénzsinór, rakat, akkord, akkordot, húrja, húrt, húr
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sicim, akort, akor, chord, kiriş, bir akor
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
жила, нитку, нитка, вірьовка, ланцюжок, натягати, акорд, Аккорд
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
tel, spango, akord, kordë, akord i, korde, kordat e
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
акорд, хорда, струна, хордата, отзвук
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
вяроука, акорд, аккорд
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
lint, nöör, keel, akord, akordi, kõõlu, kõõl, kõõlu suurust
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
konop, gudački, žica, tetiva, akord, traka, akorda
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hljómurinn, strengur, hljómurinn má, grip sem, hljómur tekinn
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
chorda
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
virtinė, raištis, virvė, styga, vėrinys, akordas, stygos, sparno styga, gama
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
stīga, virtene, saite, virkne, aukla, akords, horda, akordu, toņu
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
акорд, тетива, акордите, акордот, хорда
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
sfoară, coardă, acord, coarda, chord, coardei
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
struna, tetiva, akord, akorda
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
struna, špagát, akord
Τυχαίες λέξεις